περιλέπω

περιλέπω
Α
αφαιρώ τον φλοιό ολόγυρα, ξεφλουδίζω («τῶν δενδρέων τὸν φλοιὸν περιλέποντες», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + λέπω «αφαιρώ τον φλοιό, ξεφλουδίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περιλέψαι — περιλέπω strip off all round aor inf act περιλέψαῑ , περιλέπω strip off all round aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιλεπόμενοι — περιλέπω strip off all round pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιλέπεσθαι — περιλέπω strip off all round pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιλέποντες — περιλέπω strip off all round pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιλέψαντες — περιλέπω strip off all round aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιλέψαντι — περιλέπω strip off all round aor part act masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέπω — (Α) 1. αφαιρώ τον φλοιό ή το κέλυφος, ξελεπίζω, ξεφλουδίζω («κυάμου κολοκάσιον λέπειν», Νίκ.) 2. μαστιγώνω, δέρνω κάποιον ώς το σημείο να υποστεί εκδορές, ξεφλουδίσματα 3. τρώγω, κατατρώγω 4. παθ. λέπομαι α) ξεφλουδίζομαι («κάλαμος λελαμμένος» β) …   Dictionary of Greek

  • περιλεπίζω — Α περιλέπω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λεπίζω «αφαιρώ τον φλοιό, ξεφλουδίζω»] …   Dictionary of Greek

  • περιλέψας — περιλέψᾱς , περιλέπω strip off all round aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιέλεψε — περϊέλεψε , περιλέπω strip off all round aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”